νισεστές

νισεστές
και νιζεστές και νισεστά, ο
κοινή ονομασία τού αμύλου που λαμβάνεται από το σιτάρι και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική το αμυλάλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nișasta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νισεστές — ο (λ. τουρκ.), αμυλάλευρο, αλλ. καταστατός: Κάναμε γλυκό μενισεστέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • nişaştea — nişaşteá ( éle), s.f. – Făină de patiserie. – var. nişeştea, nişiştea. tc. (per.) nişaste (Şeineanu, II, 272), cf. ngr. νισεστές, bg., sb. niseste. Trimis de blaurb, 30.05.2008. Sursa: DER …   Dicționar Român

  • αμυλάλευρο — το αλεύρι από κάθε αμυλώδη ουσία, νισεστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”